From Michael Jackson to The Callas

Apr 1, 2016

In view of our presentation at Design Athens 2, on Saturday 16/1, we post this previously unreleased article, co-written by My Wet Calvin‘s Aris Nikolopoulos & Leonidas Ikonomou in 2010 about the crossroads of the underground and the mainstream. This text was supposed to be part of a special editorial edition by the Velvet Magazine team called “United” that never came to life. The timing felt just about right…

roleplay

Από το Michael Jackson στους The Callas

 

Αν δεν προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο, ίσως έχεις κάποιες πιθανότητες να τα καταφέρεις.

— My Wet Calvin

Κοίταζα ένα βιβλίο και έπεσε. Και μετά πιάσαμε τη γνωστή κουβέντα, περί τέχνης στη μουσική, αυτή που ξεκινάς κάθε νέα πρόταση με το «ναι, αλλά…», για να καταλήξεις σε υπερβολές και υπόκωφες, βραδείας ανάφλεξης προσβολές, ανάλογα με το πόσο πιο έξυπνος θεωρείς ότι είσαι από το συνομιλητή σου. Ήταν αργά το απόγευμα και καθόμασταν κουρασμένοι σε ένα παγερό, μουγγό καφέ βιβλιοπωλείου στο κέντρο. Αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «σχέση προθέσεων και μέσων με το καλλιτεχνικό και το εμπορικό συμπέρασμα» και «συνάρτηση με τη μουσική βιομηχανία». Στην πραγματικότητα συζητούσαμε για το αν έχει νόημα να ξεπουληθείς και σε ποιόν. Ανοίγει η παρένθεση.

Σύμφωνα με μια θεωρία, που θα κατασκευάσω στις παρακάτω γραμμές, υπάρχουν τέσσερις κατευθύνσεις – τέσσερις πιθανές διαδρομές για οποιονδήποτε ξεκινά να ασχοληθεί με τη μουσική.
Η πρώτη εκδοχή είναι να καταφέρει ό,τι ο Michael Jackson. Η δεύτερη είναι να γίνει Anna Vissi στη θέση της Anna Vissi. H τρίτη είναι να ακολουθήσει το παράδειγμα των Godspeed You! Black Emperor και η τέταρτη και τελευταία, να μην καταφέρει απολύτως τίποτα και να γλυτώσει από ολα αυτά. Φανταστείτε το σαν μια τεράστια πόλη με χαοτική δόμηση, χιλιάδες δρόμους, σοκάκια, πεζοδρόμους και πεζοδρόμια, από την οποία ξεκινούν τέσσερις αυτοκινητόδρομοι προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όταν μια μπάντα ξεκινά, βρίσκεται χαμένη σε κάποια γειτονιά, αντιμέτωπη με όλο αυτό τον κυκεώνα επιλογών. Η πορεία που θα διαγράψει τελικά προς τη μεγάλη έξοδο, αποφασίζεται ήδη από τις πρώτες στροφές. «Να συνεχίσουμε με το Μητσάκο που είναι γαμώ τα παιδιά, αλλά δεν έχει ιδέα από μπάσο, ή να πάρουμε τον Νίκο που είναι ψιλομαλάκας, αλλά το μπάσο του κάνει δύο χιλιάρικα και θα μας έιναι χρήσιμο και στις ηχογραφήσεις;» Και μια άλλη μέρα η μπάντα ξυπνάει και είναι καλή. Και αρχίζουν οι συναυλίες. Και μετά αρχίζουν τα blogs και τα free press. Και στο τέλος έρχεται η δισκογραφία.

Το Thriller του Michael Jackson, για λόγους που δεν χρειάζεται να εξηγηθούν, είναι ο σημαντικότερος δίσκος όλων των εποχών. Για να δημιουργηθεί, επιστρατεύθηκαν οι καλύτεροι, ο καθένας στο πόστο του και δαπανήθηκαν 5 φορτηγά δολάρια – και λίγα λέω. Η μουσική βιομηχανία τα πήρε πίσω χοντρά, ο MJ κατέθεσε ένα αριστούργημα και ο κόσμος, ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα χορεύει το Billie Jean σαν να είναι η πρώτη φορά. Είναι ο δρόμος που χάραξε ο Elvis και εξερεύνησαν οι Beatles, που προσποιείται ότι βρίσκεται η Madonna και πού ίσως διανύσει και ο Kanye West. Με άλλα λόγια, όταν υπάρχει χρήμα και πολύ, μα πάρα πολύ, ταλέντο το αποτέλεσμα είναι μνημειώδες. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, δεξιά πάντα από την κοίτη του ποταμού, ο Χατζιδάκις μεγαλούργησε ως Ορφέας και ως Μίδας ταυτόχρονα, έχοντας στη διάθεση του μέσα και ανθρώπους, που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν.

Όταν οι mainstream μουσικοί δε δικαιώνονται για τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες ελπίζουν τουλάχιστον να βγάλουν τα σπασμένα. Το 1991, ο Νίκος Καρβέλας και η  Anna Vissi δαπάνησαν τεράστια ποσά για να κάνουν πραγματικότητα την φιλόδοξη ροκ όπερα “Δαίμονες”, sold out επί διετίας στο Αττικόν. Ως λάτρης του κιτς θα έπρεπε να το μνημονεύω με σεβασμό, η αγωνία, όμως, των συντελεστών να παρουσιάσουν κάτι πραγματικά «σοβαρόw» και «καλλιτεχνικόw» καθώς και η μετέπειτα πορεία τους, το καθιστούν τέλειο παράδειγμα για το πώς το star system μπορεί να ταϊζει τους θιασώτες του και όταν αυτοί αποτυγχάνουν. Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, αλλά τα λεφτά πηγαίνουν στα λεφτά.

Οι απαρχές του diy κινήματος της δεκαετίας του ’80 είχαν περισσότερο το χαρακτήρα της απόρριψης των μεθόδων του συστήματος παραγωγής και διακίνησης μουσικής. Σ’ αυτό το κίνημα που επιβιώνει ακόμη, η ιδεολογική ακεραιότητα προηγείται των καλλιτεχνικών ανησυχιών. Αυτό το δίπολο σπάει όταν σχήματα όπως οι Godspeed You! Black Emperor συνοδεύουν την diy ηθική τους με άρτιες ηχογραφήσεις και αριστουργηματικές συσκευασίες περιορισμένης κυκλοφορίας πριν μπει στο παιχνίδι η Constellation. Αν κάποιος έχει κάτι να εκφράσει, δε χρειάζεται να περιμένει μια δισκογραφική να τον πάρει απ’ το χεράκι. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι Moldy Peaches και οι πρώτες τους ηχογραφήσεις με πενιχρά μέσα – τερατουργήματα από τεχνικής άποψης. Μετά, ήρθε  ο“εκδημοκρατισμός” των μέσων και της τεχνολογίας και το σύστημα άρχισε να βάλλεται από το υπέδαφος. Το υπέροχο βίντεο κλιπ για το κομμάτι των OK Go “Here It Goes Again” (αυτό με τους διαδρόμους γυμναστηρίου) γυρίστηκε με έξοδα του συγκροτήματος από τη χορογράφο και αδελφή του front-man του γκρουπ στο στούντιο χορού της με τη χρήση μιας δανεικής κάμερας. To κλιπ, που έδωσε τον ορισμό στο viral video, έχει ως σήμερα πάνω από 5 εκατομμύρια views και χάρισε στο γκρουπ το Grammy στην αντίστοιχη κατηγορία. Αν δεν προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο, ίσως έχεις τελικά κάποιες πιθανότητες να τα καταφέρεις.

Για κάποιους το diy είναι ιδεολογικός αυτοσκοπός και για κάποιους δημιουργική πρόκληση. Κυρίως όμως είναι μια διέξοδος, για ανθρώπους που εκφράζονται και δημιουργούν χωρίς να σκέφτονται την επόμενη μέρα, τις πωλήσεις, το target group τους, την καλλιτεχνικότητα, την υστεροφημία. Από την πληθώρα τέτοιων καταθέσεων, πολλές δεν αφορούν παρά μόνο τους δημιουργούς τους. Τουλάχιστον, όμως, δεν τις τρως στη μάπα όλη τη μέρα σε οθόνες και ραδιόφωνα. Είναι οι μπάντες που δεν κάνουν περιοδείες στην Ευρώπη, επαναλαμβάνοντας κάθε βράδυ το ίδιο πρόγραμμα. Είναι οι άνθρωποι που κάνουν συναυλίες μια φορά στο τόσο και παίζουν κάθε φορά σαν να είναι η τελευταία, γιατί μπορεί και να είναι. Δεν βγάζει πουθενά. Ούτε χρήμα, ούτε δόξα, μόνο καύλα.

Αν υποθέσουμε πως οι παραπάνω σκέψεις έχουν κάποια βάση, ποια είναι η σχέση της εγχώριας μουσικής πραγματικότητας με όλα αυτά; Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως η ντόπια μουσική “βιομηχανία”, όσα χρήματα κι αν επενδύσει, δυσκολεύεται να παράξει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον εδώ και πολλά χρόνια. Είτε τα γρανάζια της είναι πολύ βαθιά και γυρίζουν βασανιστικά αργά είτε δεν υπάρχουν μουσικοί με τόσο ταλέντο ώστε να τις αξιοποιήσουν χωρίς να νιώθουν όλοι το συμβιβασμό. Είτε και τα δύο. Από την άλλη, δεν μπορείς να μη συγκινηθείς από μια μερίδα μουσικών που, ελλείψει σοβαρών προοπτικών, διαλέγει τη λεωφόρο του αδιεξόδου, χωρίς να νοιάζεται για την ανταπόδοση. Στις κασέτες της Phase! Records, τις κυκλοφορίες της absurd και της spinalonga, στους στίχους των Lost Bodies, στα υφαντά των the Callas, στα βίντεο των Κόρε Ύδρο., στις καταθέσεις του Άγγελου Κυρίου, στις ολονυχτίες του The Boy, στη διεστραμμένη μεγαλομανία των 2L8, στα brownies του Egg Hell αντιλαμβάνεται κανείς το “κόλπο”: άτομα και ομάδες με κίνητρο την έκφραση, την εμπλοκή με τους άλλους, την τοποθέτηση ως προς τα πράγματα και την εξερεύνηση κάθε λογής ορίων είναι οι ντόπιοι επαγγελματίες ερασιτέχνες.

Κλείνει η παρένθεση. Η κουβέντα ήταν -όπως προεξόφλησα και στην αρχή- ανούσια και τέλειωσε μαζί με τον καφέ. Η μουσική μπορεί και να είναι μια μαλακία και μισή, ένα hobby που ανάγουμε σε ζήτημα ζωής και θανάτου όσο δεν έχουμε με τι άλλο να ασχοληθούμε.
Ίσως και όχι.
Φεύγοντας, έσκυψα, σήκωσα το βιβλίο και το τοποθέτησα πίσω στη θέση του. Ήταν το «Κάποτε στη Μύκονο», του Ζάχου Χατζηφωτίου.

 

My Wet Calvin, 2010